- πλαστουργοῦ
- πλαστουργέωmouldpres imperat mp 2nd sg (attic)πλαστουργέωmouldimperf ind mp 2nd sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιδρακτικός — ή, όν, Μ [περιδράσσομαι] ο ικανός να συλλάβει ή να κατανοήσει («πλάσμα καὶ περιδρακτικὸν τοῡ πλαστουργοῡ... ἡ Θεοτόκος», Θεόδοτ. Αγκ.) … Dictionary of Greek